συγκαθαρεύω

συγκαθαρεύω
Μ
1. είμαι επίσης καθαρός
2. (για γραμμ. τ.) ανήκω επίσης στη δόκιμη γλώσσα («καθαρεύοντι τῷ ἐνεστώτι συγκαθαρεύειν καὶ τὸν μέσον παρακείμενον», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καθαρεύω «είμαι καθαρός, είμαι ακριβής στη γλώσσα» (< καθαρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συγκαθαρεύειν — συγκαθαρεύω to be pure pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”